χειρόδοτος

χειρόδοτος
χειρό-δοτος, mit der Hand gegeben, eingehändigt; δάνεισμα, auf Treu und Glauben, ohne Handschrift gegebenes Darlehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… …   Dictionary of Greek

  • χειρόδοτον — χειρόδοτος given by hand masc/fem acc sg χειρόδοτος given by hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροδότου — χειρόδοτος given by hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρόδοτα — χειρόδοτος given by hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροδοσία — ἡ, Μ [χειρόδοτος] υπόσχεση ή διαβεβαίωση που δίνεται με ανταλλαγή χειραψίας …   Dictionary of Greek

  • χειροδοτώ — έω, Α δίνω κάτι με το ίδιο μου το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρόδοτος. Ωστόσο, είναι πιθανό να πρόκειται για εσφ. γρφ. είτε αντί τού χειροδετῶ είτε αντί τού συγκροτώ] …   Dictionary of Greek

  • χειροδόσιον — τὸ, Α [χειρόδοτος] ποσό που δίνεται για χειρωνακτική εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”